θανατοφθόρος

θανατοφθόρος
θανατοφθόρος, -ον (Μ)
αυτός που καταστρέφεται από τον θάνατο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < θάνατος + -φθόρος (< φθείρω), πρβλ. πολεμο-φθόρος, πυρο-φθόρος].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”